- οβολοστατώ
- ὀβολοστατῶ, -έω (Α) [οβολοστάτης]ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβολοστατῶ — ὀβολοστατέω weigh obols pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀβολοστατέω weigh obols pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)